- τιλίτης
- ὁ, Μβλ. τηλίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλίτης — και τιλίτης, ὁ, Μ φρ. «τηλίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με τήλι (Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλις + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλα ον. κρασιών (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek